κυδωνάτο

κυδωνάτο
το (AM κυδωνᾶτον)
νεοελλ.
φαγητό παρασκευασμένο με κρέας και κυδώνια
μσν.
γλυκό από κυδώνι
μσν.-αρχ.
ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό κυδωνιών
αρχ.
φρ. «κυδωνᾱτον τριπτόν» — φαρμακευτικό παρασκεύασμα από τριμμένα κυδώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -ᾶτον (< λατ. -atum, ουδ. τού -atus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυδωνάτο — το 1. ποτό που παρασκευάζεται από το χυμό των κυδωνιών: H γιαγιά του έκανε το καλύτερο κυδωνάτο. 2. φαγητό που παρασκευάζεται από κρέας και κυδώνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”